buraqueiro - ορισμός. Τι είναι το buraqueiro
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι buraqueiro - ορισμός


buraqueiro      
sm (buraco+eiro) Terreno cheio de buracos; buraqueira.
buraqueira      
s.f. (-1899 cf. CF 1 )
1 profusão de buracos
1.1 terreno com muitos buracos, de superfície acidentada, irregular; buracada, buracama, buraqueiro
2 p.ext. lugar remoto, afastado da civilização; buraco
3 fig. B infrm. aflição ger. financeira; apertura, pindaíba
4 -orn B coruja terrícola e de hábitos diurnos ( Athene cunicularia ), que ocorre do Canadá à Terra do Fogo e em quase todo o Brasil, de até 23 cm de comprimento, coloração parda com traços cor de terra; vive em campos, pastos e restingas [sin.: caburé-de-cupim, caburé-do-campo, coruja-barata, coruja-buraqueira, coruja-do-campo, coruja-mineira, corujinha-buraqueira, corujinha-do-buraco, corujinha-do-campo, guedé, urucuera, urucuréia, urucuriá]
5 -orn m.q. codorna-mineira ( Nothura minor )
-etim fem. de buraqueiro ; ver burac- e 2 fur- ; a datação é para a acp. de orn B 'coruja terrícola'
buraqueira         
sf (buraco+eira)
1 Terreno cheio de buracos; buracama.
2 Terreno alcantilado e cheio de depressões.
3 Sucessão de caldeirões.
4 Lugar afastado das cidades.
5 V codorna-buraqueira.